Το τσαρούχι, μια λέξη που κατά τεκμήριο περπάτησε πολύ

Κατά τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια:

τσαρούχι (το) (τουρκ. τσαρούκ και τσαρούχ). Το εθνικόν υπόδημα των ποιμένων και αγροτών της Ελλάδος. Ελαφρόν, άνετον εις το βάδισμα, βοηθεί την πορείαν επί ανωμάλου εδάφους. ...
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΓ', σελ. 415

Η ΜΕΕ λέει κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα, μα ο ατμός μου δεν επαρκεί αυτή τη στιγμή για να σας τα αντιγράψω.

Ωστόσο, η ΜΕΕ έχει λάθος στο σημείο αυτό. Πέφτει θύμα μιας άκριτης τάσης να θεωρείται ως ξένη, συνήθως τουρκική, κάθε λέξη με την οποία δεν είμαστε ετυμολογικά εξοικοιωμένοι μαζί της.

Η λέξη "τσαρούχι", λοιπόν, είναι κουρδικής καταγωγής. Κατάγεται από τη κουρδική λέξη carox. Προφέρεται τσ^αρόχ, όπου η γραφή σ^ παριστά μια βαριά προφορά, όπως στο αγγλικό chair, τσ^έαρ. Ή κατά τη κυπριακή προφορά του "τσάϊ".

Σε ορισμένες περιοχές του Κουρδιστάν, η προφορά είναι "τσ^αρίκ". Από τη προφορά αυτή προέρχεται η λέξη "τσ^αρίκκι" της Κυπριακής διαλέκτου, που σημαίνει σάνδαλο, ελαφρό πρόχειρο πατούμενο, παντόφλα. (και όπου το διπλό "κκ" είναι η κυρίαρχη συμβάση για την απόδοση του βαρέος φθόγγου της σημερινής κυπριακής προφοράς, ανάλογο με το k στην ιγγλέζικη key).


Είμαι ένα ευζωνάκι
δείτε τι καλά φορώ
άσπρη ωραία φουστανέλλα
και σπαθί στραφτερό.

Κόκκινο μικρό φεσάκι
με μια φούντα μακριά
και την ξακουστή στον κόσμο
των Ελλήνων τσαρουχιά




Το πιο πάνω ποίημα φαίνεται να διασώζει τη μνήμη μιας μακρινής εποχής, οταν οι τσολιάδες ήταν ακόμα οπλισμένοι ...με σπαθιά!!

Άραγε, πόσο παλιά ήταν αυτή η εποχη; Μήπως πρόκειται για τραγούδι τόσο παλιό ωστε να φτάνει μέχρι και λίγες δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση;

Ένας λεβέντης περπατεί
και τρέμει η γή όπου πατεί.
Φεσάκι κόκκινο φορεί
και φουστανέλλα γιορτερή.

Κρατεί ντουφέκι στο πλευρό
και το μουστάκι έχει στρυφτό
Με στήθι ολάνοιχτο φαρδύ
περνά και σιγοτραγουδεί
την Άνοιξη την Λευτεριά
την νιότη και την λεβεντιά......''

-.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια