Τα κυπαρίσσια στο δρόμο για το Πυρόϊ...

20 Αυγούστου 2003


Ήταν Κυριακή μεσημέρι, πριν πολλά χρόνια. Μετά το μεσημεριανό οφτόν κλέφτικο, πήρα το ποδήλατο και ξεκίνησα μια μακριά βόλτα.

Βγήκα από το χωριό, κι ο δρόμος αναγκαστικά με έφερνε προς το διπλανό χωριό. Μα εγώ άρχισα να πηγαίνω όλο και πιο έξω, όλο πιο μακριά. Σε κάθε τρίστρατο και σταυροδρόμι που εύρισκα, έπαιρνα πάντα το δρόμο που θα μ' έφερνε όλο και πιο έξω. Ήξερα πως έτσι θα έφτανα πάλι στο διπλανό χωρκό, μα από έξω, ίσως τζαι να έκαμνα το γυρό του...

...Θυμούμαι πως για ένα διάστημα βρέθηκα να ακολουθώ τη κοίτη του ποταμού, κι ύστερα μια διαδρομή ανάμεσα από περβόλια. Κάπου εκεί πρέπει να ήταν που έσπασε και το λάστιχο. Συνέχισα σπρώχνοντας το ποδήλατο, ή κουβαλώντας το. Και μετά...

Και μετά..., ο δρόμος έκανε μια στροφή και βγήκε από τα περβόλια, κι εγώ βρέθηκα ξαφνικά στις παιδικές μου μνήμες. Μετά από πολλά χρόνια, ξαφνικά κι ανέλπιστα, ξαναείδα τα κυπαρίσσια του δρόμου που έρχεται από το Πυρόϊ... Ήταν σαν..., σαν να ήμουν ξαφνικά πολλά χρόνια πίσω. Θυμήθηκα τότε που ήμασταν παιδιά, και πηγαίναμε όλη η οικογένεια στη θάλασσα, από το δρόμο του Πυρογιού ή από τη Λουρουτζίνα... Τότε που το φίατ ήταν ακόμα καινούργιο, μερικών χρόνων...

Θυμήθηκα το καλοκαίρι που έγινα δεκαέξι χρονών, και με τον εξάδελφο μου πήγαμε εκδρομή, με το αυτοκίνητο του πατέρα του, του θείου μου. (-"Είπες του ίντα λο'ς εν να πάμε;" -"Όϊ, επρόλαβε τζι' ερώτησε με 'ε, τζαι πως εν να πάτε;' "). Ήταν μαζί μας τζι' ο Ανδρέας, αρκετά χρόνια πριν σκοτωθεί σ' εκείνο το δυστύχημα.

Το αυτοκίνητο ήταν παλιό, τζαι εχάλασε μεσ' την ερημιά, νομίζω έξω που τη Πέτρα του Ρωμηού. Μετά από πολλές ώρες ταλαιπωρίας, εφέραμε ένα μηχανικό, που το ξεκίνησε με τον πιο απλούστατο τρόπο: έβαλε ένα κομμάτι χαρτί στο διανομέα... Επιστρέψαμε άδοξα πολύ πιο σύντομα από ό,τι σχεδιάζαμε, ...μα το αυτοκίνητο ξαναχάλασε στο δρόμο από το Πυρόϊ προς Ποταμιά. Φαίνεται πως με κάποιο τρόπο ειδοποιήσαμε σπίτι, και ήρθε ο πατέρας μου να μας μεταφέρει. Πνίγοντας την αγανάχτηση του, ως συνήθως -στο τέλος αυτό ήταν που τον έφαγε.

Ύστερα περπάτησα προς τη Ποταμιά, και κάθισα στο καφενείο. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που άκουσα έναν άγνωστο να φωνάζει το καφετζή και να με κερνά. Το μικρό αυτό χωρκό, ούτε ένα χιλιόμετρο από το δικό μου, ζούσε σε άλλο κόσμο.

Αυτό που επίσης δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τότε, ήταν πως όχι μόνο ζούσε, μα και βρισκόταν σ' άλλο κόσμο... Σ' ένα κόσμο μαγικό, που όμως αρκεί ένα ποδήλατο για να τον επισκεφτείς.

Αλλά παραλείφθηκε μια πλευρά του θέματος, που η άγνοια της θα εμποδίσει τον μη ενημερωμένο αναγνώστη να καταλάβει τα συμφραζόμενα, με τα οποία παιδεύεται ο συγγραφέας.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, υπαινίσσεται πως από το καλοκαίρι που ήτανε δεκαέξι χρονών δεν είχε ξαναπάει στο δρόμο για το Πυρόϊ. Γιατί δεν είχε ξαναπάει; Διότι, ήτανε ακριβώς σ' εκείνο το καλοκαίρι, που ήρθαν οι Τούρκοι εισβολείς, και πήρανε και το Πυρόϊ. Έτσι ο δρόμος για το Πυρόϊ δεν οδηγούσε πια στις εφηβικές μας μνήμες, διότι ο αττίλας τις είχε αποκόψει από τη ζωή μας. Προσωρινά.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια