20 Αυγούστου 2003
Το λοιπόν, βλέποντας την ένιωθα ξανά όλη τη δροσιά που θυμούμουν. Ή μήπως δεν θυμόμουν καλά, κι ό,τι έλειπε από τη μνήμη το συμπλήρωνε το μυαλό;
Κι όμως, η θέα της έκαμνε τα πράματα να είναι τόσον αληθινά. Μια παλιά, παλαιότατη, σκουριασμένη ταμπέλα της πορτοκαλάδας "άλφα". Άραγε, πόσα χρόνια ήταν εκεί; Ουουου..., σίγουρα τριάντα-πέντε, σαράντα χρόνια, μπορεί και παραπάνω...
Βλέποντας την, έστω κι από την απόσταση που την έβλεπα, ένιωθα ξανά όλη τη δροσιά που εσήμαινε κάποτε η παρουσία της. Μια ψηλή, κάπως πλατιά μπουκάλα, γεμάτη πορτοκαλάδα. Νομίζω πως το μπουκάλι είχε πάνω και μικρά τριγωνάκια. Τότε που οι πορτοκαλάδες ήταν πορτοκαλάδες κι είχαν γεύση, κι όχι ...αραιωμένο νερό με άρωμα και χρώμα πορτοκαλιού! Ή μάλλον, μόνο με χρώμα.
Το ένα μισό της ταμπέλας παρουσίαζε μια μπουκάλα της "άλφα". Δίπλα της, περίπου με το ίδιο ύψος, ένας πιγκουίνος. Με το ένα χέρι (;;!) κρατούσε μιαν "άλφα", είχε γείρει πίσω το κεφάλι και έπινε με όρεξη, με δίψα!!
Θυμήθηκα μια φορά που, όπως πολλές άλλες φορές, είχα πάει στο παπλωματάδικο του θείου μου. Πρέπει να ήμουν οχτώ ή δέκα χρονών, μπορεί και πιο λίγο. Όμως εκείνη τη μέρα ο θείος μου έκαμε διάλειμμα, για κάποιο λόγο που δεν θυμούμαι, και με πήρε μαζί του στο καφενέ του Λοϊζου. Φαίνεται, ο σύλλογος δεν θα είχε χτιστεί ακόμα. Νομίζω πως ήταν κι ένας φίλος ή πελάτης του μαζί. Εκαθίσαμε, τζιαι ο καφετζής έφερε τη παραγγελία, μέσα σ' ένα τσίγκινο δίσκο, βρεμένο ακόμα από το νερό. Η "άλφα" έστεκε μέσα στο δίσκο, δίπλα στους καφέδες για τους μεγάλους, ψηλή, ενώ από έξω είχε ήδη σκεπαστεί από τη υγρασία που σκεπάζονται όλα τα κρύα αναψυκτικά.
Η παλιά ταμπέλα της "άλφα" βρισκόταν ψηλά σ' ένα τοίχο. Ήταν ένα γωνιακό μαγαζί, σουβλατζίδικο, όπως μπορούσες να καταλάβεις, διότι στο πλευρό έστεκε ακόμα το ψηλό φουγάρο για το καπνό. Θυμήθηκα, ή σκέφτηκα, τα ωραία σουβλάκια που θα έψηνε ο σουβλατζής. Ροδοκοκκινισμένα, λαχταριστά, πασπαλισμένα με μαϊντανό ψιλοκομμένο... Κι ο κόσμος θα ερχόταν κατά το μεσημέρι πεινασμένος, ή κουρασμένος από τες δουλειές του στη Λευκωσία. Το μαγαζί ήταν μικρό, μόλις που θα εχωρούσε μερικά τραπέζια, μα παρ' όλα αυτά πάντα θα εύρισκες θέση, γιατί νομίζω πως τότε έτσι ήταν αυτά τα πράματα. Οι καρέκλες θα ήταν της ψάθας, μάλλον, μα κανένας δεν εσκέφτετουν να τες χαρακτηρίσει παλιές.
Και τότε θα επαράγγελνες, και σε λίγο θα έρχονταν τα σουβλάκια, μαζί με τη δροσερή "άλφα" να στέκεται ψηλή και λαχταριστή μέσα στο δίσκο. Ο καφετζής θα άφηνε τη παραγγελία με αργές, ανθρώπινες κινήσεις, και θα άρχιζε καμμιάν κουβέντα με τους πελάτες. Αν δεν τους έξαιρε, θα ερωτούσε για να μάθει. -"Πόθεν είσαι; Ήρτες για δουλειά;" Ανάλογα με τες απαντήσεις, θα ερώτα μετά άλλες λεπτομέρειες. Ε, τωρά που εσυντύχαμεν, να συντύχουμεν, ρε κουμπάρε. Εν τζι' ήμαστιν ξένοι...
Αλλά τζιαι να τους έξερε, πάλε για τες δουλειές τους θα εμιλούσαν, ή μπορεί να εμπαίναν κατευθείαν εις τα πολιτικά. -"Ο 'Μπαϋράκ' είπε..." -"Μα ίντα που θέλουσιν, σιόρ; για εν να μας αφήκουν ήσυχους, ειδεμή..." Η φράση θα έμενε μισή, περήφανη, σίγουρη, διότι ακόμα κανένας δεν θα έξερε τες νέες λέξεις, κατοχή, πρόσφυγες, προδοσία...
Ύστερα μετακίνησα λίγο τα κυάλια. Η απόσταση δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, μα με τα μάτια τα δικά μου, τζαι στο σκοτάδι, μόνο με κυάλια εμπορούσα να δω. Στο άλλο άκρο τα κεραμίδια του μαγαζιού ήταν χαλασμένα, φαίνεται πως κάποια ξύλα από τη στέγη είχαν σαπίσει και σπάσει, ή τα είχαν σπάσει, και η στέγη είχε αρχίσει να βουλιάζει.
Μπροστά, ο δρόμος ήταν έρημος, με λιγοστά χόρτα στες άκρες του. Μα εκαταλάβαινες την εγκατάλειψη, διότι αλλού τα τζάμια μιας βιτρίνας ήταν σπασμένα, τα σιδερένια πράματα ήταν αγυιωμένα, αλλού μια ταμπέλα είχε ξεκολήσει και κρεμόταν...
Ύστερα κύταξα ψηλά. Πίσω από το σουβλατζίδικο υψωνόταν από πάνω του ένα κτίριο, κτισμένο κι αυτό με πέτρα. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, τα τζάμια σπασμένα, σ' ένα παράθυρο είχαν λυγίσει τα σίδερα. Φαίνεται, από εκεί θα είχαν πηδήξει πάνω στη στέγη του σουβλατζίδικου, θα είχαν ξηλώσει τα κεραμίδια και θα μπήκαν μέσα, σαν κλέφτες... Ύστερα θα ετρυπήσαν τους τοίχους με τα διπλανά μαγαζιά, σαν κλέφτες, για να μπορούν να πηγαίνουν στις θέσεις τους χωρίς να φαίνουνται από το δρόμο. Εντάξει, ππεζεβέγκηδες, εκαταλάβαμε σας, έχουσιν γνώσην οι φύλακες. Πιο ψηλά ακόμη, μια στέγη ήταν φραγμένη γύρω γύρω με μεγάλα λάστιχα από τράκτορ. Στη γωνιά εφαίνετουν η σκοπιά τους Τούρκους. Έβλεπα τον ιστό της σημαίας τους, μα η σημαία τους δύσκολα εφαίνετουν, το ματοβαμμένο κόκκινο εχάνετουν μέσα στο σκοτάδι.
Εκρέμασα τα κυάλια στη θέση τους, κοντά μου, άπλωσα το χέρι κι άγγιξα το τζι-τρία δίπλα μου, ύστερα ταχτοποίησα λίγο το κράνος. Ακόμα, ακόμα... Ως το τέλος, ως τη Κερύνεια, ως την απελευθέρωση...
Περιπολία στη νεκρή ζώνη
Φορτισμένο, ζεστό καλοκαίρι
το αρχείο από όπου προήλθε αυτή η σελίδα ήτανε έτσι, λειψό, ατέλειωτο
0 Σχόλια