Οταν ήρθα μόνιμα στη Κύπρο, μετά τις σπουδές, μερικές φορές έγραψα και έδωσα σε εφημερίδες μερικά σύντομα κείμενα, μισή ή μια σελίδα. Τα βάζανε σαν επιστολές, και αρκετά συχνά ...τα φυλάγανε για τη Κυριακή! Από λεφτά..., τίποτε.
Μια μέρα, τον Σεπτέμβριο του 1993, μου τηλεφώνησε ο ιδιοκτήτης ενός τηλεοπτικού σταθμού! Είχε διαβάσει κάτι που έγραψα, του άρεσε, και ...με ρώτησε αν ήθελα να δουλέψω εκεί σαν δημοσιογράφος! Έμεινα ένα μήνα εκεί (ευτυχώς) μα μου έδιναν κάτι να κάνω μόνο τις πρώτες τέσσερεις μέρες. Μετά, μου είπαν να πάω στο λογιστήριο να πληρωθώ, και να φύγω.
Ενα απόγευμα, εκεί που καθόμουν χωρίς τίποτα να κάνω, ήρθε ένας γέρος δημοσιογράφος και κάθισε σ' ένα διπλανό γραφείο. Φαινόταν να έχει κάτι στο πόδι, διότι το έσερνε.
Σε μια στιγμή, μου ζήτησε ένα ψαλίδι. Έψαξα στο συρτάρι και του έδωσα.
Μετά, κατάλαβα τι το ήθελε το ψαλίδι. Ήτανε ακόμα ο Σεπτέμβριος του 1993, και οι υπολογιστές δεν είχαν τη διάδοση που έχουν σήμερα. Ο δημοσιογράφος αυτός έκοβε τις ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, τις κολλούσε σε μια λευκή σελίδα, και κάποτε έγραφε μερικές λέξεις στην αρχή ή στο τέλος του αποσπάσματος. Με το τρόπο αυτό ...ετοίμαζε την ανταπόκριση του για την «Ελευθεροτυπία» των Αθηνών... Σε συνθήκες τουρκικής εισβολής και κατοχής, μια μεγάλη εφημερίδα στην Αθήνα δημοσίευε ανταποκρίσεις από τη Κύπρο που φτιάχνονταν με ψαλίδι και γόμα...
Κι έτσι, έδωσα ψαλίδι για να φτιαχτεί μια από εκείνες τις ανταποκρίσεις που για τόσα χρόνια με εξόργιζαν και με λυπούσαν.
γραμμένο στις 6 Αυγούστου 2015
0 Σχόλια